- θεοποιεῖ
- θεοποιέωmake into godspres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θεοποιέωmake into godspres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοποίει — θεοποιέω make into gods pres imperat act 2nd sg (attic epic) θεοποιέω make into gods imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… … Dictionary of Greek
ζωολάτρης — ο, θηλ. ζωολάτρις, αυτός που λατρεύει τα ζώα ως θεούς, που θεοποιεί τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoolatre < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ]* + latre (πρβλ. λάτρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγέλου… … Dictionary of Greek
ζωολατρία — Θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στη θεοποίηση των ζώων και στην απόδοση λατρείας σε αυτά, που οφείλεται είτε στην εξαιρετική τους δύναμη είτε στην υπεροχή τους ως προς κάποια ιδιότητα έναντι του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, έχοντας διακρίνει … Dictionary of Greek
κοσμοθεϊσμός — ο και κοσμοθεΐα, η η θρησκεία που θεοποιεί το σύμπαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cosmotheism < cosm(o) (< λατ. cosm , πρβλ. κοσμ[ο] < κόσμος) + theism (< the[o] , πρβλ. θε[ο] < θεός + κατάλ. ism < ισμός). Η λ. στην… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek